καρλίνα

καρλίνα
(Carlina). Γένος φυτών της οικογένειας των συνθέτων. Αριθμεί 20 είδη και ευδοκιμεί στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο. Είναι φυτά τραχιά, αγκαθωτά, μονοετή, διετή ή πολυετή, με φύλλα που μοιάζουν με τα γαϊδουράγκαθα. Τα βασικά χαρακτηριστικά τους είναι τα κίτρινα έως ασημένια πέταλα και τα ακανθώδη άνθη τους κατά κεφάλια, τα οποία περιβάλλονται από φυλλόμορφα, τραχιά και ακανθώδη βράκτια. Πολλαπλασιάζονται με σπόρους και με μοσχεύματα. Τα άνθη τους χρησιμοποιούνται συχνά σε αποξηραμένες συνθέσεις. Στην Ελλάδα φυτρώνουν 9 είδη, γνωστά κυρίως με τις επιστημονικές τους ονομασίες. Τα είδη αυτά είναι: κ. η απλή, πολυετές φυτό, άκαυλο ή με βλαστό με φύλλα έμμισχα λεία και λοβούς αγκαθωτούς· κ. ηακανθόφυλλη, διετές άκαυλο φυτό, με μεγάλα, πλατιά, χνουδωτά και αραχνοειδή φύλλα, λευκά στην κάτω πλευρά τους και αγκαθωτά· κ. η μαλλωτή, φυτό μονοετές με βλαστό που φτάνει τα 30 εκ. και πρασινόλευκα, χνουδωτά φύλλα· κ. η κορυμβώδης, φυτό διετές με μονοκέφαλο βλαστό και κίτρινα λεία φύλλα, με δικτυωτή νεύρωση· κ. η κρητική, φυτό διετές με βλαστό πολυκέφαλο· κ. η ελληνική, φυτό διετές ή πολυετές, με βλαστό που έχει ύψος 10-50 εκ.· κ. η ρόθειος, φυτό διετές ή πολυετές με φύλλα με μαλακά αγκάθια, σχεδόν λεία· κ. η κοινή· κ. η ακανθωτή, φυτό διετές με βλαστό πολύ αγκαθωτό. Η κ. ονομάζεται και καρλίνια. Η ταξιανθία της καρλίνας της απλής αποτελείται από έναν δίσκο με μικρά αvθίδια, που περιβάλλεται από βράκτια.
* * *
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τής οικογένειας τών συνθέτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… …   Dictionary of Greek

  • αγκινάρα — Φυτό ποώδες, πολυετές, της οικογένειας των συνθέτων, της ομοταξίας των δικοτυλήδονων, με βλαστό όρθιο, ισχυρό, κάπως πολυγωνικό, ύψους από 40 εκ. έως λίγο περισσότερο από ένα μέτρο. Η επιστημονική ονομασία της α. είναι κινάραησκόλυμνος. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • καλάγγουρο — το κοινή ονομασία τού φυτού Carlina gummifera τού γένους Καρλίνα, καθώς και τού καρπού του …   Dictionary of Greek

  • καλαγκάθι — το 1. κοινή ονομασία τής φλεγμονής που σχηματίζεται δίπλα σε νύχι τού χεριού ή τού ποδιού και καταλήγει σε απόστημα και διαπύηση 2. κοινή ονομασία ειδών τών γενών κενταύριο, καρλίνα, κνίκος …   Dictionary of Greek

  • καρλινία — η βοτ. παλαιότερη ονομασία τού φυτικού γένους καρλίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. carline] …   Dictionary of Greek

  • Σύνθετα ή Κομπόζιτα — Μεγάλη οικογένεια φυτών της τάξης των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει κυρίως πόες, που χαρακτηρίζονται από ταξιανθίες κεφάλια. Κάθε κεφάλι αποτελείται από πλήθος ανθίδια, ενωμένα πάνω σε μια δισκοειδή, θολωτή ή κωνική ανθοδόχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”